νομιστά

νομιστά
νομιστός
customary
neut nom/voc/acc pl
νομιστά̱ , νομιστός
customary
fem nom/voc/acc dual
νομιστά̱ , νομιστός
customary
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νομιστός — νομιστός, ή, όν (Α) [νομίζω] 1. ο νομιζόμενος, ο συνηθισμένος, αυτός που γίνεται κατά συνήθεια 2. συμβατικός, κατά συνθήκη, κατά σύμβαση («οὐδὲ τῶν προειρημένων τι ἔστι φύσει τοῑον ἢ τοῑον, νομιστὰ δὲ πάντα καὶ πρός τι», Σέξτ. Εμπ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”